- ώκινον
- τὸ, Αείδος ζωοτροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοοςπόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε να συνδεθεί με το επίθ. ὠκύς «γρήγορος» (πρβλ. ταχύς: ταχινός, θαμινός, πυκινός), με βαρυτονία λόγω ουσιαστικοποίησής του].
Dictionary of Greek. 2013.